ξενικῆς

ξενικῆς
ξενικός
of
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • -άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • -άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • -άρω — [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη ρημάτων της νέας Ελληνικής, που δηλώνουν κυρίως ενέργεια ή σπανιότερα κατάσταση. Το ληκτικό μόρφημα άρω, που εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη, απαντά σε νεοελληνικά ρήματα ιταλικής προελεύσεως (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • -αλη — Χημ. κατάληξη οργανικών ενώσεων που περιέχουν αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) στο μόριό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη, με την οποία σχηματίζονται στην επιστημονική ορολογία όροι χημικών συστατικών, σύνθετων με αλδεΰδες, απ όπου αποσπάστηκε το …   Dictionary of Greek

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

  • αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… …   Dictionary of Greek

  • γκιουλέκας — ο ο ψευτοπαληκαράς, ο νταής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • καρτεσιανισμός — ο το φιλοσοφικό σύστημα τού Γάλλου φιλοσόφου Καρτεσίου και τών οπαδών του. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξενικής προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cartesianisme < cartesien < Cartesius, λατ. όν. τού φιλοσόφου Descartes. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κων / νο… …   Dictionary of Greek

  • κλασάρω — κατατάσσω έγγραφα με κλασέρ, ταξινομώ, ταξιθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. classer + κατάλ. άρω χαρακτηριστική τών ξενικής προελεύσεως ρημάτων (πρβλ. αριβ άρω, κοντρολ άρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”